- ἥμισυς
- половинный.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἥμισυς — half masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήμισυς — εια, υ και μισός, ή, ό (AM ἥμισυς, εια, υ, Μ και ἥμισος, η, ον, Α δωρ. τ. ἅμισυς, εια, α και ιων. θηλ. ἡμισέη και ἡμισέα) 1. αυτός που αποτελεί το ένα από δύο ίσα μέρη ενός πράγματος ή ενός ποσού, ο μισός 2. το ουδ. ως ουσ. το ήμισυ το ένα… … Dictionary of Greek
Δυοῖν παρόντοιν ἢμισυς λόγος πάρα. — См. Не спеши карать, спеши выслушать … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἡμίσεα — ἥμισυς half neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἥμισυς half fem nom/voc sg (epic ionic) ἥμισυς half neut acc pl (epic ionic) ἥμισυς half neut nom pl (epic ionic) ἡμίσεια neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμίση — ἥμισυς half neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἥμισυς half neut acc pl (attic epic doric ionic) ἥμισυς half neut nom pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμισέων — ἥμισυς half masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ἥμισυς half neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ἡμίσεια neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμισίων — ἥμισυς half masc/neut gen pl (doric) ἥμισυς half neut gen pl (doric) ἡμίσιος demigod masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμίσεαι — ἥμισυς half fem nom/voc pl (epic ionic) ἥμισυς half fem nom pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμίσει — ἥμισυς half masc/neut dat sg ἡμίσεϊ , ἥμισυς half masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμίσειαι — ἥμισυς half fem nom/voc pl ἥμισυς half fem nom pl ἡμίσεια fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμίσεσι — ἥμισυς half masc/neut dat pl ἥμισυς half neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)